κίνδαξ

κίνδαξ
κίνδαξ
Grammatical information: adj.
Meaning: εὑκίνητος; κίνδακας εὑκινήτους H.
Compounds: ὀνο-κίνδιος (Eup.), -δας (H.) `ass-driver'
Derivatives: κινδαύει (κινδάνει Taillardat, s. u.) κινεῖται, κερατίζει H., Κίνδων name of an ὀψοφάγος (Ath. 8, 345c).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: In κινδ- one assumes a derivation from κίω; cf. for the formation ἀλίνδω, κυλίνδω (Persson Beitr. 1, 156). One has also assumed a nasalinfixed κι-ν-δ- as in Lat. fu-n-d-ō ; (Brugmann IF 6, 94 assumed, not convincingly, nasal-less κι-δ-, in Goth. haitan `name, call'. S. Taillardat Rev. ét. anc. 58, 189ff. with further hypotheses; cf. also Fraenkel Nom. ag. 2, 175 n. 1. Cf. κίνδυνος.- Fur. 291 compares σκίναξ, so the word is Pre-Greek; the word shows beautifully that some forms may closely resemble inherited material. For the variation νδ\/ν cf. Kuiper FS Kretchmer 1956, 216, e.g. ἀθήρ \/ ἀνθέριξ, κίδαφος \/ κινδάφη .
Page in Frisk: 1,854

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κίνδαξ — κίνδαξ, ακος, ό, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος 2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ < *ki nd (μηδενισμένη βαθμίδα ki τής ΙΕ ρίζας *kei «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση nd …   Dictionary of Greek

  • κίνδαξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδακας — κίνδαξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • ονοκίνδιος — ὀνοκίνδιος και, κατά τον Ησύχ., ὀνοκίνδας, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού Πεισάνδρου) ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κίνδαξ* «ευκίνητος»] …   Dictionary of Greek

  • σκίναξ — ακος, ὁ, ἡ, Α 1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκίναξ ο λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού κινῶ* (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι] …   Dictionary of Greek

  • σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • kēi- —     kēi     English meaning: to move     Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein”     Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?)     Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”